- παράνθιος
- -α, -ο(για φύλλα και άλλους σχηματισμούς) αυτός που φύεται δίπλα στο άνθος («παράνθιο φύλλο»).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + άνθος + επίθημα -ιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Θ. Γ. Ορφανίδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.